Χαρακτηριστικά  

Με τον όρο Ψυχογενή Βουλιμία εννοούνται τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια όπου καταναλώνονται μεγάλες ποσότητες τροφής σε μικρό χρονικό διάστημα. Στην διάρκειά τους το άτομο αισθάνεται ότι δεν έχει τον έλεγχο ενώ κατόπιν κυριαρχείται από καταθλιπτική διάθεση και ενοχές. 

Τα επεισόδια ακολουθούνται από επανορθωτικές (αντισταθμιστικές) συμπεριφορές με στόχο την απαλλαγή από περιττές θερμίδες. Αυτές περιλαμβάνουν την πρόκληση εμετού, την χρήση καθαρτικών, την αυστηρή δίαιτα/νηστεία και την υπερβολική άσκηση. Το άτομο εγκλωβίζεται σταδιακά σε έναν Φαύλο Κύκλο με άμεση επίπτωση στην λειτουργικότητά του. 

Κατά την κατανάλωση της τροφής κυριαρχούν συναισθήματα ανακούφισης και ικανοποίησης. Πολύ σύντομα όμως κυριαρχεί η ένταση και το αίσθημα της μοναξιάς.

Συμπτώματα 

  1. Εμμονική σχέση με το σώμα και το βάρος.
  2. Υπερβολικός φόβος αισθήματος απώλειας ελέγχου. 
  3. Αίσθημα ντροπής και τύψεις μετά από κάθε υπερφαγικό επεισόδιο.
  4. Η τροφή και οι δίαιτες κυριαρχούν. Σπανίως καταναλώνονται κανονικά γεύματα αλλά η λήψη τροφής εναλλάσσεται  από τη στέρηση και την υπερφαγία.
  5. Η πρόκληση εμετού και άλλες μεθόδους όπως χάπια διαίτης, διουρητικά ή υπερβολική άσκηση έχουν ως στόχο την μείωση θερμίδων. 

Διαγνωστικά κριτήρια

  1. Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας που χαρακτηρίζεται από:
  • Πρόσληψη τροφής σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η οποία είναι μεγαλύτερη από την αναμενόμενη φυσιολογική σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
  • Έλλειψη δυνατότητας ελέγχου πρόσληψης τροφής.
  1. Επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές καθαρτικού τύπου με στόχο την αποφυγή πρόσληψης βάρους: πρόκληση εμέτου, χρήση καθαρτικών, διουρητικών κ.ά., νηστεία, ή υπερβολική σωματική άσκηση.
  2. Οι συμπεριφορές καθαρτικού τύπου ή τα υπερφαγικά επεισόδια παρατηρούνται κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα για 3 μήνες.
  3. Η αυτοαξιολόγηση του ατόμου συσχετίζεται με την εικόνα σώματος και το βάρος του
  4. Η διαταραχή δεν παρατηρείται εξολοκλήρου κατά την διάρκεια επεισοδίων Ψυχογενούς Ανορεξίας.

Της Δρ. Τέσσας Χριστοδούλου, PhD, CPsych, AFBPsS, CSci